- ἡδύνειν
- ἡδύ̱νειν , ἡδύνωseasonpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… … Dictionary of Greek